- συλφίδα
- [-1ς (-ίδος)] η1) сильфида; 2) перен. фея
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συλφίδα — η, Ν 1. είδος νεράιδας, αερικό τής κελτικής μυθολογίας 2. μτφ. κομψή, ωραία γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sylphide < νεολατ. sylphus] … Dictionary of Greek
συλφίδα — η πολύ όμορφη γυναίκα, νεράιδα, λυγερόκορμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ταλιόνι — (Taglioni). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών χορευτών. 1. Μαρία (1804 – 1884). Κόρη του χορευτή Φίλιππου Τ. Πρωτοεμφανίστηκε στη Βιέννη με το έργο του πατέρα της Εισδοχή νύμφης στην αυλή της Τερψιχόρης. Το 1827 σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία στη Γαλλία… … Dictionary of Greek
σύλφη — η, Ν συλφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. sylphus] … Dictionary of Greek